πολιούχος

πολιούχος
ο , η покровитель, -ница города (о богах, святых)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολιούχος" в других словарях:

  • Πολιοῦχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… …   Dictionary of Greek

  • πολιούχος — ο προστάτης πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιοῦχον — πολιοῦχος masc/fem acc sg πολιοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολιοῦχε — Πολιοῦχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦχε — πολιοῦχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολιοῦχοι — Πολιοῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦχοι — πολιοῦχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολιοῦχον — Πολιοῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»